εκπτωσις

εκπτωσις
    ἔκπτωσις
    ἔκ-πτωσις
    -εως ἥ
    1) (вы)падение
    

(ἐπὴ τοὺς κάτω τόπους Diog.L.)

    2) выход, выделение, излучение
    

(τοῦ θερμοῦ Arst.)

    ἥ πρὸς εὐθεῖαν ἔ. Arst. — прямолинейное направление;
    ἔ. τοῦ πνεύματος Arst. — возникновение воздушной струи

    3) отклонение, отступление или ошибка
    

(ἥ ἔ. φέρει συριγμόν Plut.)

    4) изгнание Polyb., Diod., Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "εκπτωσις" в других словарях:

  • ἔκπτωσις — breaking forth fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκπτώσει — ἔκπτωσις breaking forth fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐκπτώσεϊ , ἔκπτωσις breaking forth fem dat sg (epic) ἔκπτωσις breaking forth fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκπτώσεις — ἔκπτωσις breaking forth fem nom/voc pl (attic epic) ἔκπτωσις breaking forth fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκπτωσίων — ἔκπτωσις breaking forth fem gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκπτώσεσι — ἔκπτωσις breaking forth fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκπτώσεσιν — ἔκπτωσις breaking forth fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκπτώσιας — ἔκπτωσις breaking forth fem acc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκπτώσιες — ἔκπτωσις breaking forth fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκπτώσιος — ἔκπτωσις breaking forth fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔκπτωσιν — ἔκπτωσις breaking forth fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έκπτωση — η (AM ἔκπτωσις) 1. πτώση προς τα έξω 2. πτώση προς τα κάτω 3. ηθική ή κοινωνική μείωση μσν. νεοελλ. 1. αφαίρεση αξιώματος, βαθμού, εξουσίας 2. ελάττωση τής τιμής εμπορεύματος ή τού πληρωτέου ποσού σε λογαριασμούς νεοελλ. 1. στέρηση δικαιωμάτων ή… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»